πρόσμιξη

πρόσμιξη
και πρόσμειξη, η / πρόσμιξις και πρόσμειξις -(ε)ίξεως, ΝΜΑ [προσμ(ε)ίγνυμι]
ανάμιξη
νεοελλ.
1. χημ. α) η ανάμιξη μιας ουσίας μέσα σε μια άλλη
β) ουσία που είναι ξένη προς την κύρια χημική σύσταση ενός μη καθαρού, χημικώς, σώματος, ουσία η οποία, συχνά, επιδρά σημαντικά στις φυσικές και χημικές ιδιότητες τού σώματος και η οποία οφείλεται ή σε δευτερεύουσα αντίδραση ή σε αρχική ακαθαρσία, η οποία δεν αφαιρέθηκε, ή, τέλος, σε αποσύνθεση
2. (ορυκτ. -γεωλ.) κάθε ξένη ύλη που ενυπάρχει σε ορυκτό ή μετάλλευμα
αρχ.
εχθρική προσέγγιση, προσβολή, επίθεση («ἡ τῶν ἁρμάτων πρόσμειξις», Δίων Κάσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσμίξῃ — προσμίξηι , πρόσμιξις fem dat sg (epic) προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach aor subj mid 2nd sg προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach aor subj act 3rd sg προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίωσις — ἴωσις, ἡ (Α) 1. καθάρισμα από πρόσμιξη ή επίδραση ξένων ουσιών («ἴωσις χρυσοῦ», πάπ.) 2. χρωμάτισμα, βαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰῶ (Ι) «σκουριάζω» η σημ. τής λ. δικαιολογείται από το ότι το καθάρισμα γινόταν με οξείδωση] …   Dictionary of Greek

  • ανεπίμικτος — ἀνεπίμικτος, ον (Α) [επίμικτος] 1. μη αναμεμιγμένος με κάτι, καθαρός από ξένη πρόσμιξη 2. μη ερχόμενος σε επαφή με άλλους, ακοινώνητος, αποξενωμένος 3. (για τόπο) μη συχναζόμενος από ξένους 4. το ουδ. ως ουσ. το ανεπίμικτον η ανεπιμιξία* …   Dictionary of Greek

  • λιθοκέραμος — ο και η ανθεκτική κέραμος κατασκευασμένη από πρόσμιξη αργίλου με υαλώδεις ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Στέφ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • πάνεφθος — ον, Α 1. ο πάρα πολύ βρασμένος ή ψημένος 2. (για μέταλλα) πάρα πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ξένη πρόσμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἑ φθός «βρασμένος, ψημένος, καθαρός» (για μέταλλα)] …   Dictionary of Greek

  • παγίδα — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Iωνίας. * * * η (ΑΜ παγίς, ίδος) 1. όργανο ή ειδική κατασκευή που χρησιμεύει για την εξαπάτηση και τη σύλληψη θηράματος ή την εξόντωση βλαβερού ζώου 2. μτφ. μέσο ή… …   Dictionary of Greek

  • πρόσμειξη — η /πρόσμειξις, είξεως, ΝΜΑ βλ. πρόσμιξη …   Dictionary of Greek

  • τονάλιθος — και τοναλίτης, ο, Ν (πετρογρ.) πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από χαλαζία, ανδεσίνη, βιοτίνη και κεροστίλβη μαζί με μικρή πρόσμιξη ορθοκλάστου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Tonalit < Tonale,… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • χολεμεσία — η, ΝΜΑ [χολημετῶ /χολεμετῶ] (στην αρχ. και μσν. αδόκιμος τ. αντί χολημεσία) ιατρ. πρόσμιξη χολής στο περιεχόμενο τών εμέτων, που μπορεί να οφείλεται σε παλινδρόμηση χολής ή σε υψηλή απόφραξη τού λεπτού εντέρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”